εὐαλδέως

εὐαλδέως
εὐαλδής
well-grown
adverbial (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευαλδής — εὐαλδής, ές (Α) 1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.). επίρρ... ευαλδέως με εύκολη, γρήγορη αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αν αλδής, νε αλδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”